φαλός

φαλός
-ή, -όν, Α
1. αυτός που λάμπει, ο λευκός
2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός»
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός
α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας»
β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία ἡ τρεῑς κεφαλὰς ἔχουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαλός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhel- «αστραφτερός, λευκός» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. bhāla- «λάμψη, μέτωπο», αρχ. σλαβ. bě «λευκός», λιθουαν. balas «λευκός», ρωσ. belyj «λευκός». Στην Ελληνική το επίθ. φαλός εμφανίζει και σημ. «μωρός, ανόητος» (πρβλ. και τη σημ. τού επιθ. λευκός* [για τον νου] «επιπόλαιος» στη φρ. λευκαὶ φρένες) καθώς και τη σημ. «φαλακρός» στο επίθ. φάλαροζ* και στα σύνθ. φαλ-ακρός*, φάλ-ανθος* (πρβλ. και τους ομόρριζους τ. τής Γερμανικής με σημ. «φαλακρός», αγγλ. bald, δαν. boeldet)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαλός — white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλος — horn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλος — ο, ΝΑ το πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το… …   Dictionary of Greek

  • φαλά — φαλός white neut nom/voc/acc pl φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc/acc dual φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλόν — φαλός white masc acc sg φαλός white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῖσι — φαλός white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοί — φαλός white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῦ — φαλός white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλούς — φαλός white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλῆς — φαλός white fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”